- Ποικίλας
- Ποικίλᾱς , Ποικίληςmasc acc plΠοικίλᾱς , Ποικίληςmasc nom sg (epic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ποικίλας — ποικί̱λᾱς , ποικίλλω work in various colours aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) ποικίλᾱς , ποικίλος many coloured fem acc pl ποικίλᾱς , ποικίλος many coloured fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ALEAE lusus — cum ludo calculorum male a nonnullis confunditur, putantibus πεςςοὺς seu πεττοὺς Graecorum, Latinorum calculos esse. Calculorum enim lusus, idem cum Latruncuorum, apud Graecos Latinosque solis calculis peragebatur, nullis tesseris: quare Aleam… … Hofmann J. Lexicon universale
CAPSI — in Ludo Latrunculorum, loculi sunt lineis distincti, in quibus calculi statuuntur, alias carceres, et mandrae, et septa, Graece χαρακώματα. In Tesserarum lusu, lineae sic dicuntur et scripta, per quae calculi currunt, κάσοι, pro κάψοι, apud… … Hofmann J. Lexicon universale
παραπέμπω — ΝΜΑ 1. στέλνω κάποιον κάπου 2. (για πολεμικά πλοία) συνοδεύω νηοπομπή εμπορικών πλοίων σε καιρό πολέμου για προστασία τους από εχθρικές επιθέσεις 3. (σχετικά με δικαστικές υποθέσεις) διαβιβάζω στις ανακριτικές αρχές, υποβάλλω στο δικαστήριο για… … Dictionary of Greek
περιλεγνής — ές, Α (κατά τον Ησύχ.) (για ένδυμα) αυτός που έχει πολύχρωμη παρυφή. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + λέγνον / λέγνη «έγχρωμη παρυφή ιματίου» (πρβλ. και τη γλώσσα τού Ησύχ. λεγνώδεις ποικίλας)] … Dictionary of Greek
σκευάζω — ΝΑ [σκεῡος] νεοελλ. (για εμπορεύματα) συσκευάζω αρχ. 1. παρασκευάζω («σκευάζειν ἐλλέβορον μετὰ φαρμάκου», Στράβ.) 2. μαγειρεύω, ετοιμάζω φαγητό («σκευάσαντες προθεῑναι ἐν τῷ στρατοπέδῳ... δαῑτα», Ηρόδ.) 3. μτφ. κάνω, φτειάχνω («περικόμματ ἐκ σοῡ… … Dictionary of Greek